- χυλῶδες
- χυλώδηςmasc/fem voc sgχυλώδηςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χυλώδης — ες / χυλώδης, ῶδες, ΝΜΑ [χυλός] όμοιος με χυλό, πολτώδης (α. «χυλώδες παρασκεύασμα» β. «ὕδατι μείξας καὶ χυλῶδες ποιήσας», Γαλ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ χυλῶδες ο χυμός, ο οπός … Dictionary of Greek
μυττωτός — και μυσωτός, ιων. τ. μυσσωτός, ὁ (Α) χυλώδες έδεσμα που παρασκευαζόταν κυρίως από σκόρδα, ελιές, τυρί, μέλι κ.ά., ανάμικτα και κοπανισμένα, είδος σκορδαλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα,… … Dictionary of Greek
χυλώδης, -ης — ες γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. πολτώδης. 2. ο όμοιος με χυλό: Ήταν ένα χυλώδες υγρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)